περιωδυνος

περιωδυνος
    περιώδυνος
    περι-ώδῠνος
    2
    1) мучительный
    

(τύχη Plat.)

    2) тяжело страдающий Dem.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "περιωδυνος" в других словарях:

  • περιώδυνος — exceeding painful masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιώδυνος — ον, Α 1. αυτός που προκαλεί πολύ ισχυρό πόνο 2. αυτός που αισθάνεται πολύ δυνατό πόνο. επίρρ... περιωδύνως με πολύ δυνατό πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ώδυνος (< ὀδύνη), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. αν ώδυνος)] …   Dictionary of Greek

  • περιωδύνως — περιώδυνος exceeding painful adverbial περιώδυνος exceeding painful masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιώδυνον — περιώδυνος exceeding painful masc/fem acc sg περιώδυνος exceeding painful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιωδύνοις — περιώδυνος exceeding painful masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιωδύνου — περιώδυνος exceeding painful masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιωδύνους — περιώδυνος exceeding painful masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιωδύνῳ — περιώδυνος exceeding painful masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιώδυνα — περιώδυνος exceeding painful neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιώδυνοι — περιώδυνος exceeding painful masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιωδυνής — ές, Α ο περιώδυνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιώδυνος, κατά τα επίθ. σε ής] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»